ὀδύρεται

ὀδύρεται
ὀδύ̱ρεται , ὀδύρομαι
lament
aor subj mp 3rd sg (epic)
ὀδύ̱ρεται , ὀδύρομαι
lament
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Isthmian Games — The Isthmian Games or Isthmia (ancient Greek Ἴσθμια) were one of the Panhellenic Games of Ancient Greece, and were named after the isthmus of Corinth, where they were held. As with the Nemean Games, the Isthmian Games were held both the year… …   Wikipedia

  • ανόδυρτος — ἀνόδυρτος, ον (Α) αυτός που δεν οδύρεται …   Dictionary of Greek

  • μυρολογήτρα — και μυρολογίστρα, η [μυρολογώ] 1. μοιρολογήτρα, γυναίκα που θρηνεί κατ επάγγελμα και με αμοιβή τους νεκρούς 2. (κατ επέκτ.) γυναίκα που θρηνεί και οδύρεται …   Dictionary of Greek

  • οίκτιστος — οἴκτιστος, ίστη, ον (Α) 1. άξιος πολύ μεγάλου οίκτου, πάρα πολύ αξιοθρήνητος («οἰκτίστοις ἐλέγοισιν ὀδύρεται», Απολλ. Ρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οἴκτιστα με πάρα πολύ οίκτο. επίρρ... οἰκτίστως (Α) με οίκτιστο τρόπο, με πάρα πολύ οίκτο.… …   Dictionary of Greek

  • οδύρτης — ὀδύρτης, ὁ (Α) [οδύρομαι] αυτός που οδύρεται ή παραπονείται …   Dictionary of Greek

  • ονυρίζεται — ὀνυρίζεται (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀδύρεται» …   Dictionary of Greek

  • πάνδυρτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που θρηνείται από όλους 2. ο γεμάτος οδυρμούς και θρήνους 3. (για το αηδόνι) αυτό που θρηνεί, που οδύρεται ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί παν όδυρτος*] …   Dictionary of Greek

  • τρυλ(λ)ίζω — ΝΜΑ (για τα ορτύκια) εκβάλλω γογγυστικό ήχο, τρύζω μσν. αρχ. (κατά τον Θεόγνωστ.) (στο γ εν.) τρυλίζει «ὀδύρεται» αρχ. 1. (για την κοιλιά και τα έντερα) γουργουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. τρύζω, αναλογικά προς το θρυλίζω] …   Dictionary of Greek

  • φιλόδυρτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τού αρέσει να οδύρεται, να θρηνεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὀδυρτός (< ὀδύρομαι)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”